Clock

Γριβάδι 

Επιστημονική ονομασία : Cyprinus carpio

Ο κυπρίνος ο γνήσιος (κοινώς γριβάδι, σαζάνι, τσουκάνι) είναι αυτόχθον είδος της ανατολιιςής Ασίας, από όπου Kαταγεται. Στην Ευρώπη μεταφέρθηκε τον 13ο  αιώνα. Στην Βόρεια Αμερική έφθασε το 1872 από την Γερμανία, ενώ εξακολουθεί να απουσιάζει από την Νότια Αμερική και την Aφρική.

Στην Ελλάδα απαντάται σε όλες τις σημαντικές λίμνες, κυρίως όμως στην Μικρή και Μεγάλη Πρέσπα, στην Βεγορίτιδα, Βόλβη (Κορώνεια), Αγ. Βασιλείου (Λαγκαδά), Καστοριάς. Ιωαννίνων, Τριχωνίδα, Βιστωνίδα (Πόρτο-Λάγος), αλλά και σε πολλές μικρότερες, καθώς και στα περισσότερα ποτάμια συστήματα της χώρας.

Ο κυπρίνος είναι το μεγαλύτερο ψάρι της οικογενείας των Κυπρινιδών. Είναι ένα ωραίο στην εμφάνιση και εύγευστο ψάρι. Γύρω από το στόμα του υπάρχουν τέσσερα χαρακτηριστικά σάρκινα προεκτάματα (μουστάκια).

Στην ράχη του υπάρχει ένα μακρύ ραχιαίο πτερύγιο, ενώ διαθέτει και δύο θωρακικά, δύο κοιλιακά και ένα κοντό εδρικό πτερύγιο.

Το μήκος του φθάνει τα 40-50 εκατοστά και το βάρος του τα 2 κιλά, σε ηλικία 5 ετών. Σε ηλικία 10 ετών μπορεί να φθάσει τα 8-9 κιλά, ενώ έχουν αναφερθεί περιπτώσεις κυπρίνων που σε ηλικία 40 ετών έφθασαν τα 30 κιλά και μήκος περίπου 1,5 μέτρο.

Υπάρχουν 4 ποικιλίες κυπρίνων που διακρίνoνται , από την πληρότητα. το σχήμα και την διάταξη των λεπιών στην κάλυψη του σώματος:

1. Ο κυπρίνος με λέπια: Eίvαι ποικιλία που συναντάμε στις λίμνες και τα ποτάμια της Ελλάδος και στην οποία τα λέπια καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος.

2. Ο "καθρεπτοειδής" κυπρίνος : Πρόκειται για την λεγόμενη "φυλή της Γαλικίας" στην οποία εμφανίζονται μεγάλα, ακανόνιστα λέπια, τα λεγόμενα "καθρεπτοειδή", που καλύπτουν ένα μόνο τμήμα της επιφάνειας του σώματος, ενώ το υπόλοιπο είναι γυμνό. Είναι το κατ' εξοχήν καλλιεργούμενο είδος κυπρίνου στην Βόρεια και Κεντρική Ευρώπη.

3. Ο "γραμμοειδής" κυπρίνος : Είναι παραλλαγή της "φυλής της Γαλικίας" και διαφέρει από την προηγούμενη στην διάταξη των λεπιών, τα οποία στην ποικιλία αυτή είναι ισομεγέθη (γραμμοειδή λέπια) και εμφανίζονται σε μια σειρά, κατά μήκος της πλευρικής γραμμής, ενώ το υπόλοιπο σώμα είναι γυμνό.

Ο "γυμνός" κυπρίνος : Πρόκειται για την λεγόμενη "Βοημική φυλή" της οποίας το βασικό χαρακτηριστικό είναι η παντελής απουσία λεπιών. Μια παραλλαγή αυτής της ποικιλίας είναι ο λεγόμενος κυπρίνος Aischgrίinder.

Ο κυπρίνος είναι παμφάγο ψάρι και τρέφεται τόσο με υδρόβια βλάστηση, όσο και με προνύμφες εντόμων, μικρά καρκινοειδή, σκώληκες και άλλα μικροσκοπικά υδρόβια ζώα.

Η καλύτερη θερμοκρασία ανάπτυξης των κυπρίνων κυμαίνεται μεταξύ 20ο  – 25ο  C. Σε θερμοκρασίες πάντως μεγαλύτερες των 28ο  C και χαμηλότερες των 80 σταματάει να προσλαμβάνει τροφή ενώ στους 3ο  C πέφτει σε ένα είδος χειμέριας νάρκης.

Η περίοδος αναπαραγωγής του κυπρίνου εκτείνεται από τον Απρίλιο μέχρι τον Σεπτέμβριο, ανάλογα με την θερμοκρασία των νερών και τους γενικότερους κλιματολογικούς παράγοντες. Συνήθως πραγματοποιείται Μάιο με Ιούλιο όταν η θερμοκρασία ξεπερνάει τους 19ο  - 20ο C.

Η εναπόθεση των αυγών πραγματοποιείται σταδιακά, συνήθως 3-4 φορές, γενικά σε ήρεμα και αβαθή νερά, σε περιοχές με έντονη υδροχαρή βλάστηση.

Οι κυπρίνοι ωριμάζουν γενετικά σε ηλικία 3 ετών τα αρσενικά και 4 ετών τα θηλυκά άτομα. Ο αριθμός των αυγών που γεννά το θηλυκό κυμαίνεται μεταξύ 100-200 χιλιάδων ανά χιλιόγραμμο σωματικού βάρους του ψαριού. Τα αυγά έχουν διάμετρο λίγο μεγαλύτερη από 1 χιλιοστό και μοιάζουν σαν μικρά μαργαριτάρια κολλημένα πάνω στα υδρόβια φυτά. Η εκκόλαψη πραγματοποιείται σε 3-4 ημέρες στους 18ο – 20ο  C

Μια από τις χαρακτηριστικές ιδιότητες της φυσιολογίας του κυπρίνου είναι οι μειωμένες απαιτήσεις του σε οξυγόνο. Η ελάχιστη ποσότητα οξυγόνου που έχει ανάγκη είναι της τάξεως των 3-3,5 ppm (μέρη στο εκατομμύριο) δηλ. 3-3,5 mgr 02/ 11 Η20 κατά τον χειμώνα ενώ τους θερινούς μήνες φθάνει τα 55,5 ppm. Έχει αποδειχθεί όμως ότι μπορεί να επιβιώσει και σε νερά με περιεκτικότητα σε οξυγόνο μόλις 0,5 ppm τον χειμώνα και 1-1,5 ppm το καλοκαίρι. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να επιβιώνει ακόμη και σε περιβάλλοντα που δεν μπορούν να ζήσουν άλλα είδη ψαριών. Αναπτύσσεται ακόμα και σε νερά θολά ενώ δεν ευδοκιμεί ιδιαίτερα σε λίμνες και ποτάμια με διαυγή νερά γιατί πρέπει να ανταγωνίζεται άλλα είδη ψαριών που τα ευνοεί το καθαρό περιβάλλον.