Το Φρούριο του Αλώρου    Αρχική

Η θέση του φρουρίου, καθώς και τα λείψανα παλιότερη ς οχύρωσης οδήγησαν το Ν. Παπαδάκη στα 1913 να δεχτεί, πως εδώ πρέπει να τοποθετηθεί η Ευρωπός. Η άποψη του Παπαδάκη είναι αρκετά πειστική, αν δεχθούμε ότι η σχετική τοπογραφική μνεία του Πλινίου δεν αφορά ειδικά τη διέλευση του ποταμού μέσα από την πόλη, αλλά από τη χώρα της Ευρωπού, στην οποία ανήκε και ο οικισμός της Χρυσής. Το φρούριο του Αλώρου στην άκρη ενός πρόβουνου έχει τη γνωστή και από άλλες περιπτώσεις εικόνα των μόνιμων, φυσικά οχυρών οικισμών, που πρωτοκατοικούνται στα προϊστορικά χρόνια. Περιβάλλεται από τη βόρεια, ανατολική και νότια πλευρά από τον Άνω Λουδία και ελέγχει τη μέσω αυτού επικοινωνίσαμε νότο και βορρά. Στα ανατολικά ο ποταμός περιβάλλει στους πρόποδες του λόφου μια μικρή πεδινή έκταση, που θα μπορούσε να αποτελεί και ένα είδος χώρου αποβίβασης. Ενδιαφέρον είναι πως σύμφωνα με τις διηγήσεις των κατοίκων αυτή η πεδινή έκταση επικοινωνούσε με τα ανώτερα τμήματα του οικισμού διαμέσου μιας μνημειακής σκάλας, που σήμερα έχει καταχωστεί. Γύρω από τον οικισμό υπάρχουν περιορισμένες μικρές κοιλάδες και κυρίως κατάλληλες για την εκτροφή ζώων εκτάσεις, που υπονοούν πως η κτηνοτροφία θα αποτελούσε τη σημαντικότερη πηγή εισοδήματος. Πιθανότατα όμως ο οικισμός διέθετε και μεταλλευτικές πηγές, όπως φαίνεται από το μεταλλεία χαλκού, που μέχρι πρόσφατα λειτουργούσε στα νοτιοδυτικά του. Στον οικισμό εκτός από τη φυσική θέση, ιδιαίτερη προστασία προσάπτει και η οχύρωση, που στο δυτικό όριο ξεπερνά τα 5 μ. σε ύψος, κατασκευασμένη από ποταμίσιους αργούς λίθους. Η οχύρωση έχει καταπέσει ή είναι σκεπασμένη με βλάστηση, είναι όμως φανερό ότι στη δυτική πλευρά, τη μόνη προσιτή, θα διέθετε πύργους και πύλη εισόδου. Στο ανώτερο τμήμα της οχύρωσης διακρίνονται και μεταγενέστερα ασβεστόκτιστα τμήματα, που όμως δεν συνακολουθούνται από ανάλογα επιφανειακά ή ανασκαφικά ευρήματα. Νομίσματα (μακεδονικά και άλλα), που έχουν περισυλλέγει από τον οικισμό, χρονολογούνται από τον 40-20 αι. π.Χ., όπως και τα ευρήματα των δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών, που διενεργήθηκαν στα 1986 και 1993, τόσο στο εσωτερικό του τείχους, όσο και έξω από αυτό στα δυτικά.

Στην τομή στο εσωτερικό του τείχους διαπιστώθηκαν ευρήματα ελληνιστικών χρόνων, όπως το κεφάλι πήλινου γυναικείου ειδωλίου, αλλά και παλαιότερα, που συνεχίζουν την παράδοση της εποχής του σιδήρου. Στις τομές στο πλάτωμα του λόφου, εξωτερικά της δυτικής οχύρωσης, βρέθηκε καταστραμμένο από φωτιά κτίριο του 4ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τα νομίσματα αλλά και από την κεραμική. Από το εσωτερικό του προέρχονται από αγνύθες και πηνία που χρησιμοποιούνταν στους όρθιους αργαλειούς. Μια χάλκινη τοξωτή πόρπη από την ίδια θέση σχετίζεται με τη γυναικεία ένδυση. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η κεραμική που είναι αποσπασματική, μπορεί όμως να διακριθεί σε άβαφη καθημερινής χρήσης, αλλά και σε μελαμβαφή επιτραπέζια, πιο πολυτελή.